Λέξη αγαπημένη μου, μονάκριβη μου λέξη.
Έψαξα σε λεξικά, όσα μπορώ να διαθέτω στο σπίτι, προσπάθησα να καταλάβω από αυτά που ρώτησα τους άλλους γύρω μου τι πιστεύουν αυτού για τη σημασία της λέξης και κανείς δεν κατάφερε να μου εξηγήσει. Δεν σκέφτηκα ούτε λεπτό ότι κανείς μας δεν ξέρει την έννοια ή την ερμηνεία της αλλά κατάλαβα ότι κανείς δεν μπορεί να εκφράσει αυτό που εκείνος νιώθει για την λέξη. Δικαιολογημένα βέβαια. Σήμερα, λίγο πριν το 2011 και με μια γλωσσική εξέλιξη τέτοια, είναι λογικό η κάθε λέξη να έχει καταντήσει να έχει υποκειμενικό περιεχόμενο.
Και αναφέρω τη λέξη «κατάντια» γιατί οι λέξεις είναι έρμαια των κατά κάποιο τρόπο επικεφαλών του δημόσιου λόγου, των δημοσιογράφων δηλαδή. Είναι αλήθεια πως μεταχειριζόμαστε τις λέξεις έτσι ώστε να μεταφέρουμε το επιθυμητό μήνυμα, αφού αυτές αποτελούν τον πιο εύχρηστο κώδικα επικοινωνίας. Αλλά στο δημοσιογραφικό λόγο οι λέξεις δεν ορίζονται ανάλογα την κυριολεκτική και μεταφορική σημασία τους. Το θέμα δεν εμπίπτει στο αν κατά τη διάρκεια της ποιητικής χρήσης χάνεται το νόημα των λέξεων. Δεν μιλάμε για λογοτεχνία αλλά για δημοσιογραφία.
Δημοσιογραφία όχι με την επιθυμητή έννοια δηλαδή την συγκέντρωση ειδήσεων και πληροφοριών, και την διάδοση τους μέσω των μέσων με στόχο την πληροφόρηση των πολιτών. Η σύγχρονη, με μας τουλάχιστον, δημοσιογραφία εμπεριέχει την υποκειμενική άποψη αυτού που την ασκεί, από τον τρόπο διαμόρφωσης ή παρουσίασης των συγκεντρωμένων πληροφοριών, μέχρι τον άμεσο σχολιασμό αυτών, ενώ συχνά η άποψη αυτή διαμορφώνεται από ισχυρούς εξωτερικούς παράγοντες. Αυτό είναι που προκαλεί το πρόβλημα στις λέξεις.
Αναζητούμε, πλέον, την ερμηνεία τους μέσα σε ένα γενικότερο ξεχείλωμα εννοιών, κυρίως αυτών που σχετίζονται με ιδανικά ή έχουν μία πιο αόριστη σημασία. Τα παραδείγματα αυτών είναι γνωστά, ελευθερία, δικαίωμα, βία, δημοκρατία και άλλα που δυστυχώς είναι πολλά. Χρησιμοποιούνται χωρίς να είναι γνωστό το κυριολεκτικό νόημα τους και έτσι η αντίληψη για τη σημασία τους είναι συγκεχυμένη.
Κανείς δεν έχει αναρωτηθεί αν οι λέξεις πρέπει πάντα να προσαρμόζονται ανάλογα με την περίσταση και να δίνουν ιδιαίτερο χαρακτηρισμό ή αν έχουν όρια. Η ολοένα και πιο συχνή τους χρήση στη δημόσια σφαίρα απομακρύνει και την ιδέα των ορίων τους και μας κάνει να σκεφτόμαστε και να καταλαβαίνουμε τον λόγο στερεοτυπικά πλέον, γεγονός που καταστρέφει μια ζωντανή γλώσσα. Γιατί αυτή δεν εξελίσσεται με τον αναμενόμενο τρόπο που ορίζει η πάροδος του χρόνου αλλά με τρόπο εκβιαστικό έτσι όπως κάποιοι θέλουν να ορίσουν.
Σήμερα οι λέξεις κατευθύνονται και κακοποιούνται άλλα δεν είναι σε θέση να αντισταθούν. Δεν έχουν την δυνατότητα, ιδιότητα που εμείς, γιατί και εμείς είμαστε χρήστες της γλώσσας και των λέξεων, έχουμε και μπορούμε να μεταχειριστούμε. Είμαστε σε θέση να σεβόμαστε τις λέξεις και το νόημα που κουβαλούν και να κατανοούμε τη διαβάθμιση που υπάρχει σε αυτές. Η ισοπεδωτική χρήση βλάπτει ενώ τόσο εμείς όσο και οι λέξεις θέλουμε να μείνουμε αναλλοίωτοι και αβλαβείς στο πέρασμα του χρόνου.