Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Δημοσιογραφικός λόγος και λέξεις....


Λέξη αγαπημένη μου, μονάκριβη μου λέξη.

Έψαξα σε λεξικά, όσα μπορώ να διαθέτω στο σπίτι, προσπάθησα να καταλάβω από αυτά που ρώτησα τους άλλους γύρω μου τι πιστεύουν αυτού για τη σημασία της λέξης και κανείς δεν κατάφερε να μου εξηγήσει. Δεν σκέφτηκα ούτε λεπτό ότι κανείς μας δεν ξέρει  την έννοια ή την ερμηνεία της αλλά κατάλαβα ότι κανείς δεν μπορεί να εκφράσει αυτό που εκείνος νιώθει για την λέξη. Δικαιολογημένα βέβαια. Σήμερα, λίγο πριν το 2011 και με μια γλωσσική εξέλιξη τέτοια, είναι λογικό η κάθε λέξη να έχει καταντήσει να έχει υποκειμενικό περιεχόμενο.

Και αναφέρω τη λέξη «κατάντια» γιατί οι λέξεις είναι έρμαια των κατά κάποιο τρόπο επικεφαλών του δημόσιου λόγου, των δημοσιογράφων δηλαδή. Είναι αλήθεια πως μεταχειριζόμαστε τις λέξεις έτσι ώστε να μεταφέρουμε το επιθυμητό μήνυμα, αφού αυτές αποτελούν  τον πιο εύχρηστο κώδικα επικοινωνίας. Αλλά στο δημοσιογραφικό λόγο οι λέξεις δεν ορίζονται ανάλογα την κυριολεκτική και μεταφορική σημασία τους. Το θέμα δεν εμπίπτει στο αν κατά τη διάρκεια της ποιητικής χρήσης χάνεται το νόημα των λέξεων. Δεν μιλάμε για λογοτεχνία αλλά για δημοσιογραφία. 

Δημοσιογραφία όχι με την επιθυμητή έννοια δηλαδή την συγκέντρωση ειδήσεων και πληροφοριών, και την διάδοση τους μέσω των μέσων με στόχο την πληροφόρηση των πολιτών.  Η σύγχρονη, με μας τουλάχιστον, δημοσιογραφία εμπεριέχει την υποκειμενική άποψη αυτού που την ασκεί, από τον τρόπο διαμόρφωσης ή παρουσίασης των συγκεντρωμένων πληροφοριών, μέχρι τον άμεσο σχολιασμό αυτών, ενώ συχνά η άποψη αυτή διαμορφώνεται από ισχυρούς εξωτερικούς παράγοντες. Αυτό είναι που προκαλεί το πρόβλημα στις λέξεις.

Αναζητούμε, πλέον, την ερμηνεία τους μέσα σε ένα γενικότερο ξεχείλωμα εννοιών, κυρίως αυτών που σχετίζονται με ιδανικά ή έχουν μία πιο αόριστη σημασία. Τα παραδείγματα αυτών είναι γνωστά, ελευθερία, δικαίωμα, βία, δημοκρατία και άλλα που δυστυχώς είναι πολλά. Χρησιμοποιούνται χωρίς να είναι γνωστό το κυριολεκτικό νόημα τους και έτσι η αντίληψη για τη σημασία τους είναι συγκεχυμένη.

Κανείς δεν έχει αναρωτηθεί αν οι λέξεις πρέπει πάντα να προσαρμόζονται ανάλογα με την περίσταση και να δίνουν ιδιαίτερο χαρακτηρισμό ή αν έχουν όρια. Η ολοένα και πιο συχνή τους χρήση στη δημόσια σφαίρα απομακρύνει και την ιδέα των ορίων τους και μας κάνει να σκεφτόμαστε και να καταλαβαίνουμε τον λόγο στερεοτυπικά πλέον, γεγονός που καταστρέφει μια ζωντανή γλώσσα. Γιατί αυτή δεν εξελίσσεται με τον αναμενόμενο τρόπο που ορίζει η πάροδος του χρόνου αλλά με τρόπο εκβιαστικό έτσι όπως κάποιοι θέλουν να ορίσουν. 

Σήμερα οι λέξεις κατευθύνονται και κακοποιούνται άλλα δεν είναι σε θέση να αντισταθούν. Δεν έχουν την δυνατότητα, ιδιότητα που εμείς, γιατί και εμείς είμαστε χρήστες της γλώσσας και των λέξεων, έχουμε και μπορούμε να μεταχειριστούμε. Είμαστε σε θέση να σεβόμαστε τις λέξεις και το νόημα που κουβαλούν και να κατανοούμε τη διαβάθμιση που υπάρχει σε αυτές. Η ισοπεδωτική χρήση βλάπτει ενώ τόσο εμείς όσο και οι λέξεις θέλουμε να μείνουμε αναλλοίωτοι και αβλαβείς στο πέρασμα του χρόνου.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Το δικό μου.....νησί!





Με 850,000 πωλήσεις σε 17 χώρες,

10,000 αντίτυπα σε δύο μήνες στο ελληνικό κοινό,

Τις καλύτερες κριτικές από επαγγελματίες στο είδος

και μία ελληνική σειρά βασισμένη πάνω του, δεν θα μπορούσε παρά να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον και να το διαβάσουμε.

Και η γενική αποτίμηση; Ένα πολύ όμορφο βιβλίο, βασισμένο στην συνύπαρξη των λεπρών και των υπολοίπων. Η παρουσίαση της ζωής ενός ανθρώπου που πάσχει από μια ασθένεια που δεν τον αφήνει να ζήσει με την οικογένεια του και είναι αναγκασμένος να ζήσει μακριά.

Και εκεί ξεκινάει η ιστορία. Εκεί αποφασίζει κανείς αν θα ζήσει ή όχι. Αν θα κάνει κάτι για να είναι ευτυχισμένος ή αν παραδώσει τα όπλα στην τραγική του μοίρα.

Στο βάθος το βιβλίο περνάει ένα πολύ όμορφο μήνυμα,δωσμένο μέσα από μια αρκετά καλή γραφή. Βέβαια το κλειδί της επιτυχίας βρίσκεται αλλού : Το βιβλίο έχει υπόθεση, έχει αξιοπρόσεχτους ήρωες και δυο δυνατά θέματα: τον αποκλεισμό, όπως τον βιώνουν οι λεπροί, και τη διατήρηση των οικογενειακών μυστικών. Εκτυλίσσεται δε στο εξωτικό περιβάλλον της Μεσογείου, στη δική μας Κρήτη της οποίας την παράδοση και τα έθιμα φαίνεται να σέβεται σε μεγάλο βαθμό η συγγραφέας.

Στο Νησί, το οποίο δεν είναι άλλο από την ελληνική Σπιναλόγκα, όπου από το 1903 ως το 1957 λειτουργούσε σαν λεπροκομείο, η μυθοπλασία συναντιέται αρμονικά με την πραγματικότητα. Ο μύθος ξετυλίγεται με την επιθυμία της νεαρής αρχαιολόγου Αλέξις Φίλντινγκ ν' αναζητήσει το αινιγματικό παρελθόν της κρητικιάς μητέρας της Σοφίας, η οποία ζει στο Λονδίνο αλλά μεγάλωσε σ' ένα χωριό του Λασιθίου, την Πλάκα.

«η Φωτεινή είπε στην Αλέξις όλα όσα ήξερε για την ιστορία της οικογένειάς της, χωρίς να αφήσει τίποτα κρυφό».

Και έτσι ξεκινούν όλα. Η νεαρή Αλέξις μαθαίνει για την ιστορία της οικογένειας της που μέχρι τότε ήταν ένα μυστήριο. Γνωρίζει την τεράστια ψυχική δύναμη που διέθετε ο Γιώργης Πετράκης, ο οποίος δέχεται το πρώτο χτύπημα της μοίρας όταν η γυναίκα του αρρωσταίνει και πηγαίνει υποχρεωτικά απέναντι, στο «νησί» και του αφήνει δυο ανήλικα κορίτσια να τα μεγαλώσει. Η ίδια είναι δασκάλα και φεύγει μαζί με έναν μαθητή της, ο οποίος ίσως να την κόλλησε, ίσως όχι. Αναλαμβάνει πάρ' όλα αυτά την ανατροφή του και λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή της στον οικισμό των χανσενικών αναλαμβάνει τη διδασκαλία των μικρών κατοίκων.

Στο νησί λειτουργούσε μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία ζωντανεύει με πολλές παραστάσεις στο μυθιστόρημα. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τη γη, υπήρχε υποτυπώδες εμπόριο, άνοιξε καφενείο, κουρείο, εκκλησία και ασφαλώς νοσοκομείο. Εικόνες από την εκεί ζωή ζωντανεύουν συχνά πυκνά στο διήγημα, στις οποίες πάντα υπάρχει η αγωνία για την πολυπόθητη θεραπεία. Και η θεραπεία τελικά έρχεται. Ανάμεσα στους θεραπευθέντες είναι και η κόρη του Γιώργη Πετράκη. Η ατυχής νέα ερωτεύεται τον γιατρό της και τα αισθήματα είναι, παραδόξως, αμοιβαία.

Η ιστορία του βιβλίου δεν περιορίζεται στο πηγαινέλα ασθενών στη Σπιναλόγκα, ούτε επικεντρώνεται αποκλειστικά στα της θεραπείας ή της κοινότητας της λεπρών. Η Μαρία Πετράκη με τον έρωτα για τον γιατρό ξεχνά εύκολα τον πρώην αρραβωνιαστικό, τον πιο ωραίο άντρα της περιοχής, που αναστατώνει τους πάντες με τις επιπολαιότητές του. Ενα μεγάλο μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται στην απέναντι όχθη, των υγιών. Εκεί πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η ζωή της άλλης αδερφής, Άννας. Εκεί εξελίσσονται ερωτικά δράματα, αντιζηλίες, οικογενειακές συγκρούσεις, ανατροπές. Η οικογένεια του βαρκάρη μέσω της άλλης κόρης του συνδέεται με τους Βανδουλάκηδες, τους προύχοντες της περιοχής, και έτσι το μυθιστόρημα εμπλουτίζεται με τις διαστρωματώσεις και τα ήθη της εποχής.

Και βέβαια μετά απ όλα αυτά δεν υπάρχουν οικογενειακά μυστικά. Οι ήρωες γνωρίζουν την κάθαρση αφήνοντας σε μας το αίσθημα της βαθιάς αγάπης και αισιοδοξίας.  


Στοιχεία του βιβλίου: συγγραφέας Victoria Hislop, μετάφραση Μιχάλης Δελέγκος, έκδοση 2007, Διόπτρα, πρωτότυπη έκδοση: 2005, 500 σελίδες, αγοράστηκε 18 ευρώ.